- ἐμποινίμως
- ἐμποίνιμοςliable to punishmentadverbialἐμποίνιμοςliable to punishmentmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποίνιμος — ἐμποίνιμος, ον (AM) Ι. αυτός που συνεπάγεται ποινή, τιμωρία, ο αξιόποινος ΙΙ. επίρρ. ἐμποινίμως με ποινή, κολαστικώς … Dictionary of Greek